- ενακτέος
- α, ον подлежащий привлечению к судебной ответственности
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενακτέος — α, ο αυτός που πρέπει να εναχθεί στο δικαστήριο, να μηνυθεί … Dictionary of Greek